- παραλούς
- παρά-ἁλίσκομαιto be takenaor part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παράλους — Πάραλος by masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλους — πάραλος by masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek
Διάκρια ή Διακρίς — Το βορειοανατολικό τμήμα της Αττικής κατά την αρχαιότητα, που περιλάμβανε όλη τη βόρεια και βορειοανατολική πλευρά της Πάρνηθας και του Πεντελικού. Οι κάτοικοι της περιοχής, Διάκριοι ή Διακριείς, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία γιατί το έδαφος… … Dictionary of Greek